cavilación - ορισμός. Τι είναι το cavilación
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι cavilación - ορισμός


cavilar      
cavilar (del lat. "cavillare"; "cómo, para, sobre") intr. *Pensar con preocupación en un asunto; por ejemplo, tratando de encontrar una explicación o una solución: "Se pasa el día cavilando sobre cómo encontrar dinero". Bartulear, quebrarse [o romperse] la cabeza, calabacearse, darse de calabazadas [o calabazazos], romperse los cascos, cavar, quillotrar, rebinar, reinar, repensar, revolver, rumiar, devanarse los sesos, tornear, torturar[se], dar vueltas, dar vueltas a la cabeza. *Pensar. *Preocupar.
cavilación      
sust. fem.
1) Acción y efecto de cavilar.
2) Cavilosidad.
cavilar      
verbo trans.
Fijar tenazmente la consideración de una cosa con demasiada sutileza. Se utiliza también como intransitivo.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για cavilación
1. Creo que ésa es una cavilación que tuve durante los dos años que trabajé en las canciones del disco÷ no perder tiempo mirando atrás o imaginando lo que va a venir después.
Τι είναι cavilar - ορισμός